θεράποντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεράποντας < αρχαία ελληνική θεράπων < προελληνική [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεράποντας αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του θεράπων
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεράποντας
|
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.