θελιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θελιά | οι | θελιές |
γενική | της | θελιάς | των | θελιών |
αιτιατική | τη | θελιά | τις | θελιές |
κλητική | θελιά | θελιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θελιά < θηλιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθελιά θηλυκό
- (λαϊκό) η θηλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία θελιά
→ δείτε τη λέξη θηλιά |