Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημιχόριο τα ημιχόρια
      γενική του ημιχορίου
ημιχόριου
των ημιχορίων
    αιτιατική το ημιχόριο τα ημιχόρια
     κλητική ημιχόριο ημιχόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημιχόριο < (ελληνιστική κοινή) ἡμιχόριον < ἡμι- + χορός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ημιχόριο ουδέτερο

  • το ένα από τα δύο μέρη του χορού του αρχαίου δράματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία