ημιχόριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημιχόριο < (ελληνιστική κοινή) ἡμιχόριον < ἡμι- + χορός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ημιχόριο ουδέτερο
- το ένα από τα δύο μέρη του χορού του αρχαίου δράματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημιχόριο
|