ημιδιατήρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ημιδιατήρηση | οι | ημιδιατηρήσεις |
γενική | της | ημιδιατήρησης* | των | ημιδιατηρήσεων |
αιτιατική | την | ημιδιατήρηση | τις | ημιδιατηρήσεις |
κλητική | ημιδιατήρηση | ημιδιατηρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ημιδιατηρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el
επεξεργασία- ημιδιατήρηση < ημι- + διατήρηση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαημιδιατήρηση θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ημιδιατήρηση