↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ημιδιατήρηση οι ημιδιατηρήσεις
      γενική της ημιδιατήρησης* των ημιδιατηρήσεων
    αιτιατική την ημιδιατήρηση τις ημιδιατηρήσεις
     κλητική ημιδιατήρηση ημιδιατηρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ημιδιατηρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el

επεξεργασία
ημιδιατήρηση < ημι- + διατήρηση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ημιδιατήρηση θηλυκό

  • (βιολογία, γενετική) αναπαραγωγή 2 μορίων DNA από 1 όμως με διατήρηση των αποσυνδεδεμένων πια μερών

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία