↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ημιανάπαυση οι ημιαναπαύσεις
      γενική της ημιανάπαυσης* των ημιαναπαύσεων
    αιτιατική την ημιανάπαυση τις ημιαναπαύσεις
     κλητική ημιανάπαυση ημιαναπαύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ημιαναπαύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ημιανάπαυση < (καθαρεύουσα) ημιανάπαυσις < ημι- + ανάπαυσις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ημιανάπαυση θηλυκό

  • (σε στρατιωτική ή γυμναστική παράταξη) η στάση του σώματος που διαδέχεται με το αντίστοιχο παράγγελμα τη στάση της προσοχής: το ένα πόδι απομακρύνεται από το άλλο, ενώ το σώμα εξακολουθεί να στέκεται ολόισιο και τεντωμένο όπως και στην προσοχή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία