ημίφως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ημίφως | ||
γενική | του | ημίφωτος | ||
αιτιατική | το | ημίφως | ||
κλητική | ημίφως | |||
Κατηγορία όπως «αεριόφως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαημίφως ουδέτερο, μόνο στον ενικό, χωρίς γενική
- ο χαμηλός ή ανεπαρκής φωτισμός