ηλεκτροσύντηξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηλεκτροσύντηξη | οι | ηλεκτροσυντήξεις |
γενική | της | ηλεκτροσύντηξης* | των | ηλεκτροσυντήξεων |
αιτιατική | την | ηλεκτροσύντηξη | τις | ηλεκτροσυντήξεις |
κλητική | ηλεκτροσύντηξη | ηλεκτροσυντήξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηλεκτροσυντήξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηλεκτροσύντηξη θηλυκό
- η χρήση ηλεκτρικού ρεύματος για τη σύντηξη μετάλλων
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλεκτροσύντηξη