ηλεκτροσυστολή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηλεκτροσυστολή < ηλεκτρο- + συστολή / electrostriction
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηλεκτροσυστολή θηλυκό
- το ηλεκτρομηχανικό φαινόμενο της αλλαγής των διαστάσεων και του σχήματος ενός διηλεκτρικού κρυσταλλικού υλικού ως αποτέλεσμα του επαναπροσανατολισμού των πολικών του μορίων, όταν αυτό τοποθετηθεί σε ηλεκτρικό πεδίο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ηλεκτροσυστολή