ηλεκτροθεραπεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαηλεκτροθεραπεία θηλυκό
- μορφή φυσικοθεραπείας που χρησιμοποιεί τον ηλεκτρισμό για να διεγείρει τους μυϊκούς ιστούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλεκτροθεραπεία
|