Ετυμολογία

επεξεργασία
ηθικοποιώ < ηθικός + -ο- + -ποιώ, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική moraliser

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.θi.ko.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐θι‐κο‐ποι‐ώ

ηθικοποιώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία