Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωοπανήγυρη οι ζωοπανηγύρεις
      γενική της ζωοπανήγυρης* των ζωοπανηγύρεων
    αιτιατική τη ζωοπανήγυρη τις ζωοπανηγύρεις
     κλητική ζωοπανήγυρη ζωοπανηγύρεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ζωοπανηγύρεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωοπανήγυρη < ζωοπανήγυρις < ζώον + πανήγυρις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζωοπανήγυρη θηλυκό

  • παλαιότερος θεσμός των αγροτικών περιοχών που συνδύαζε το πανηγύρι επ' ευκαιρία μιας θρησκευτικής γιορτής με τις αγοραπωλησίες ζώων παραγωγής σε ένα ανοιχτό χώρο (ζωοπάζαρο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία