ζωονοσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζωονοσία | οι | ζωονοσίες |
γενική | της | ζωονοσίας | των | ζωονοσιών |
αιτιατική | τη | ζωονοσία | τις | ζωονοσίες |
κλητική | ζωονοσία | ζωονοσίες | ||
ο πληθυντικός πολύ σπάνιος | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
(η) ζωονοσία (el) θηλυκό
ως έννοια και τομέας μελέτης μόνο στον ενικό
ως περιστατικά και δημώδης πληθυντικός
ο πληθυντικός περιπτώσεις/περιστατικά ζωονοσίας προτιμάται
- η ζωονοσολογία
- κάποια ζωονόσος
Μεταφράσεις επεξεργασία
- αγγλικά : ① zoonosology (en), ② zoonosis (en)