ζωονομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζωονομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική zoonomia < αρχαία ελληνική ζῷον + νέμω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζωονομία θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Zoonomia στην αγγλική Βικιπαίδεια
ζωονομία θηλυκό