ζωομορφισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζωομορφισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική zoomorphisme
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zo.o.moɾ.fiˈzmos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζωομορφισμός αρσενικό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζωομορφισμός
|