ζητιανάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζητιανάκι | τα | ζητιανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ζητιανάκι | τα | ζητιανάκια |
κλητική | ζητιανάκι | ζητιανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζητιανάκι < υποκοριστικό του ζητιάνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζητιανάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του: ζητιάνος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ζητιάνος
ζητιανάκι
|