Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζαφειρόπετρα οι ζαφειρόπετρες
      γενική της ζαφειρόπετρας
    αιτιατική τη ζαφειρόπετρα τις ζαφειρόπετρες
     κλητική ζαφειρόπετρα ζαφειρόπετρες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαφειρόπετρα < ζαφείρ(ι)+ -ό- + πέτρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζαφειρόπετρα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία