διαμαντόπετρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαμαντόπετρα < διαμάντ(ι) + -ό- + πέτρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαμαντόπετρα θηλυκό
- (κόσμημα) διαμάντι που το έχουν κατεργαστεί και το έχουν προσαρμόσει σε κόσμημα
- (συνεκδοχικά) ένα τέτοιο κόσμημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαμαντόπετρα
|