ζαλούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζαλούρα | οι | ζαλούρες |
γενική | της | ζαλούρας | — | |
αιτιατική | τη | ζαλούρα | τις | ζαλούρες |
κλητική | ζαλούρα | ζαλούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζαλούρα θηλυκό
- ζαλάδα
- ※ κουνάει τόσο γρήγορα το κεφάλι της, που βλέποντας την, σ’ έχει πιάσει μια ζαλούρα κι έχεις πέσει κάτω (Πρώτο Θέμα, Gossip, 30/05/2018 [1])
- ※ ρέει το αλκοόλ, η λίμπιντο ανεβαίνει και η ζαλούρα σε κάνει να αισθάνεσαι πιο λατίνος εραστής κι από τον Αντόνιο Μπαντέρας. Αλλά δεν είσαι. Κι αυτή το ξέρει. (Οι 5 πιο «δύσκολες» επαγγελματικές κατηγορίες γυναικών για να τις «ρίξεις», flash.gr, 06/05/2019 [2])
- σκοτούρα
- ※ Πολλή ζαλούρα τούτος θα μας φέρει, αν κάτι δεν του δώσω να γλιτώσω (Αριστοφάνης, Ὄρνιθες (903-951), μετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου, 2000, στ. 931 [3])