εὐχέτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | εὐχέτης | οἱ | εὐχέται |
γενική | τοῦ | εὐχέτου | τῶν | εὐχετῶν |
δοτική | τῷ | εὐχέτῃ | τοῖς | εὐχέταις |
αιτιατική | τὸν | εὐχέτην | τοὺς | εὐχέτᾱς |
κλητική ὦ! | εὐχέτᾰ | εὐχέται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐχέτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐχέταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεὐχέτης αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) ευχέτης, που προσεύχεται
Παράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ εύχομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- εὐχέτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.