Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐαισθησί αἱ εὐαισθησίαι
      γενική τῆς εὐαισθησίᾱς τῶν εὐαισθησιῶν
      δοτική τῇ εὐαισθησί ταῖς εὐαισθησίαις
    αιτιατική τὴν εὐαισθησίᾱν τὰς εὐαισθησίᾱς
     κλητική ! εὐαισθησί εὐαισθησίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐαισθησί
γεν-δοτ τοῖν  εὐαισθησίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐαισθησία < εὖ + αἴσθησις + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εὐαισθησία θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία