καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εἰκοσαέτις αἱ εἰκοσαέτιδες
      γενική τῆς εἰκοσαέτιδος τῶν εἰκοσαετίδων
      δοτική τῇ εἰκοσαέτιδι ταῖς εἰκοσαέτισι(ν)
    αιτιατική τὴν εἰκοσαέτιν
εἰκοσαέτιδα
τὰς εἰκοσαέτιδας
     κλητική ! εἰκοσαέτι
εἰκοσαέτις
εἰκοσαέτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εἰκοσαέτις < αρχαία ελληνική εἰκοσαέτ(ης) + -ις < εἰκοσαετής < εἴκοσι + ἔτος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εἰκοσαέτις θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

αρχαία ελληνικά: