εἰκοσαέτις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εἰκοσαέτις | αἱ | εἰκοσαέτιδες | ||||
γενική | τῆς | εἰκοσαέτιδος | τῶν | εἰκοσαετίδων | ||||
δοτική | τῇ | εἰκοσαέτιδι | ταῖς | εἰκοσαέτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | εἰκοσαέτιν & εἰκοσαέτιδα |
τὰς | εἰκοσαέτιδας | ||||
κλητική ὦ! | εἰκοσαέτι & εἰκοσαέτις |
εἰκοσαέτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εἰκοσαέτις < αρχαία ελληνική εἰκοσαέτ(ης) + -ις < εἰκοσαετής < εἴκοσι + ἔτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεἰκοσαέτις θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .