Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εψιδίνη οι εψιδίνες
      γενική της εψιδίνης των εψιδινών
    αιτιατική την εψιδίνη τις εψιδίνες
     κλητική εψιδίνη εψιδίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εψιδίνη < hepcidin < Hep + cide + -in < Ἧπαρ + κτείνω (λόγῳ του ότι παράγεται από το Ήπαρ και λόγῳ των βακτηριοκτόνων ιδιοτήτων της)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εψιδίνη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία