εφτακοσαριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εφτακοσαριά | οι | εφτακοσαριές |
γενική | της | εφτακοσαριάς | των | εφτακοσαριών |
αιτιατική | την | εφτακοσαριά | τις | εφτακοσαριές |
κλητική | εφτακοσαριά | εφτακοσαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εφτακοσαριά < εφτακόσ(ια) + -αριά
Ουσιαστικό επεξεργασία
εφτακοσαριά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
εφτακοσαριά
|