ευφυολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
1. ευφυολογία < ευφυολόγημα + -ία
3. ευφυολογία < ευφυΐα + -ολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευφυολογία θηλυκό
- ευφυολόγημα σκωπτικό, πνευματώδες ή γλαφυρό
- βαθιά στοχαστική ρητορία ή εντυπωσιακή διατύπωση
- (Intelligence studies) τομέας επιστήμης που μελετά τον ορισμό, τα συστατικά, τις καταβολές και τις αλληλοσυσχετίσεις-συνδιακυμάνσεις (βλ. covariance) της γενικής ευφυΐας (και των μερών της) με άλλους παράγοντες όπως α. τα γονίδια, β. το κοινό περιβάλλον με άλλα άτομα, γ. το προσωπικό περιβάλλον που διαμορφώνει το άτομο κ.α.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευφυολογία
ευφυολόγημα επεξεργασία
γνωσιολογία/γνωστικολογία επεξεργασία
|