Δείτε επίσης: εὐτυχισμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευτυχισμός οι ευτυχισμοί
      γενική του ευτυχισμού των ευτυχισμών
    αιτιατική τον ευτυχισμό τους ευτυχισμούς
     κλητική ευτυχισμέ ευτυχισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευτυχισμός < μεσαιωνική ελληνική εὐτυχισμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.fti.çiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐τυ‐χι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευτυχισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία