ευτυχισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευτυχισμός < μεσαιωνική ελληνική εὐτυχισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευτυχισμός αρσενικό
- (σπάνιο, λογοτεχνικό) η ευτυχία
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Ο Πόρφυρας Νέα Ελληνική Λογοτεχνία Α΄Λυκείου
- Πουλί πουλάκι, που σκορπάς το θαύμα της φωνής σου,
Ευτυχισμός α δεν είναι το θαύμα της φωνής σου,
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευτυχισμός
|