ευτυχισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευτυχισμός < μεσαιωνική ελληνική εὐτυχισμός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.fti.çiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐τυ‐χι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευτυχισμός αρσενικό
- (σπάνιο, λογοτεχνικό) η ευτυχία
- ※ <σμαλλ>Διονύσιος Σολωμός, Ο Πόρφυρας ※ Νέα Ελληνική Λογοτεχνία Α΄Λυκείου</σμαλλ>
- Πουλί πουλάκι, που σκορπάς το θαύμα της φωνής σου,
Ευτυχισμός α δεν είναι το θαύμα της φωνής σου,
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευτυχισμός
|