ευτηξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευτηξία | οι | ευτηξίες |
γενική | της | ευτηξίας | των | ευτηξιών |
αιτιατική | την | ευτηξία | τις | ευτηξίες |
κλητική | ευτηξία | ευτηξίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευτηξία < εύτηκτος + -σία < αρχαία ελληνική εὔτηκτος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευτηξία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευτηξία
|