Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ευρωδολάριο τα ευρωδολάρια
      γενική του ευρωδολαρίου
ευρωδολάριου
των ευρωδολαρίων
    αιτιατική το ευρωδολάριο τα ευρωδολάρια
     κλητική ευρωδολάριο ευρωδολάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευρωδολάριο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευρωδολάριο ουδέτερο

  • Δολάριο κατατεθειμένο σε ξένη τράπεζα ή σε υποκατάστημα τράπεζας των ΗΠΑ που βρίσκεται εκτός των ΗΠΑ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία