ευρετηριασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευρετηριασμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευρετηριασμός αρσενικό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ευρετηριάζω
- είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη να δημιουργηθεί ένα σύστημα διαρκούς ευρετηριασμού και ταξινόμησης αυτής της πληροφορίας ώστε να αναπτυχθεί ένα κοινό σημείο αναζήτησης για όλες τις κυβερνητικές ιστοσελίδες
- έχει αναπτυχθεί ένα σύστημα σημασιολογικού ευρετηριασμού και πολυδιάστατης ταξινόμησης ιστορικών εγγράφων