ευμεταβλησία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευμεταβλησία < ελληνιστική κοινή εὐμεταβλησία < αρχαία ελληνική εὐμετάβλητος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευμεταβλησία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του ευμετάβλητου, το να είναι κάποιος ευμετάβλητος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευμεταβλησία
|