ετιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ετιά | οι | ετιές |
γενική | της | ετιάς | των | ετιών |
αιτιατική | την | ετιά | τις | ετιές |
κλητική | ετιά | ετιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ετιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαετιά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ετιά
|