Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετεροφωνία οι ετεροφωνίες
      γενική της ετεροφωνίας των ετεροφωνιών
    αιτιατική την ετεροφωνία τις ετεροφωνίες
     κλητική ετεροφωνία ετεροφωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετεροφωνία < ετερο- + -φωνία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ετεροφωνία θηλυκό

  • τεχνική εμπλουτισμού μιας βασικής μελωδικής ιδέας, όταν αυτή συγχρόνως εκτελείται από πολλούς εκτελεστές με μικροδιαφοροποιήσεις από τον καθένα, ενώ ο παρατηρητής αισθάνεται ότι δεσπόζει η βασική μελωδική ιδέα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία