ετεροφωνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαετεροφωνία θηλυκό
- τεχνική εμπλουτισμού μιας βασικής μελωδικής ιδέας, όταν αυτή συγχρόνως εκτελείται από πολλούς εκτελεστές με μικροδιαφοροποιήσεις από τον καθένα, ενώ ο παρατηρητής αισθάνεται ότι δεσπόζει η βασική μελωδική ιδέα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ετεροφωνία
|