ετεροείδεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ετεροείδεια < ελληνιστική κοινή ἑτεροείδεια[1] < ἑτεροειδής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαετεροείδεια θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η ιδιότητα του ετεροειδούς
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ετεροείδεια
|
- ↑ ἑτεροείδεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.