εριουργία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εριουργία < ελληνιστική κοινή ἐριουργία / έριο + -ουργία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ɾi.uɾˈʝi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεριουργία θηλυκό
- η κατεργασία ερίου / μαλλιού
Συγγενικά
επεξεργασία- εριουργείο
- → δείτε τις λέξεις έριο και έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία εριουργία