Δείτε επίσης: Ερινύα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερινύα οι ερινύες
      γενική της ερινύας των ερινύων
    αιτιατική την ερινύα τις ερινύες
     κλητική ερινύα ερινύες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερινύα < Ερινύα < αρχαία ελληνική Ἐρινύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ερινύα θηλυκό

  • (πιο συνηθισμένο στον πληθυντικό: ερινύες) οι τύψεις που βασανίζουν κάποιον όταν αισθάνεται ότι έχει κάνει κάτι κακό
    με βασανίζουν οι ερινύες
    Είσαι σαν εκδικητική ερινύα

  Μεταφράσεις επεξεργασία