↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργονομικότητα οι εργονομικότητες
      γενική της εργονομικότητας των εργονομικοτήτων
    αιτιατική την εργονομικότητα τις εργονομικότητες
     κλητική εργονομικότητα εργονομικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εργονομικότητα < εργονομικ(ός) + -ότητα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εργονομικότητα θηλυκό

  • η κατάσταση ή η ιδιότητα του εργονομικού
    ※  Η εργασία μας περιλαμβάνει μια βιβλιογραφική επισκόπηση που εξετάζει την εργονομικότητα του υλικού και του λογισμικού των κινητών τηλεφώνων (που ήδη έχουν κυκλοφορήσει στην αγορά) καθώς και αναφορές για το σύνολο των τομέων που ενδέχεται να βρουν εφαρμογή οι διάφορες εργονομικές λειτουργίες που μας παρέχουν. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία