Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εργατικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εργατικότητ
α
οι
εργατικότητ
ες
γενική
της
εργατικότητ
ας
των
εργατικοτήτ
ων
αιτιατική
την
εργατικότητ
α
τις
εργατικότητ
ες
κλητική
εργατικότητ
α
εργατικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εργατικότητα
<
εργατικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εργατικότητα
θηλυκό
το να είναι
κάποιος
εργατικός
, η
ιδιότητα
του
εργατικού
Συνώνυμα
επεξεργασία
φιλοπονία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εργατικότητα