Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επόπτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
επόπτρι
α
οι
επόπτρι
ες
γενική
της
επόπτρι
ας
των
εποπτρι
ών
αιτιατική
την
επόπτρι
α
τις
επόπτρι
ες
κλητική
επόπτρι
α
επόπτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επόπτρια
<
επόπτης
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επόπτρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
)
θηλυκό
του
επόπτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επόπτρια
γαλλικά
:
surveillant
(fr)
,
superviseur
(fr)