Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επταετία οι επταετίες
      γενική της επταετίας των επταετιών
    αιτιατική την επταετία τις επταετίες
     κλητική επταετία επταετίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επταετία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επταετία θηλυκό

  1. διάρκεια εφτά ετών
  2. ουδέτερος τρόπος να λέει κάποιος χούντα, στρατοκρατία ή επανάσταση (λέξη που προτιμούσαν οι τότε καθεστωτικοί) (η αριστερά προτιμά τον όρο χούντα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία