Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιχρυσωτής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
επιχρυσωτ
ής
οι
επιχρυσωτ
ές
γενική
του
επιχρυσωτ
ή
των
επιχρυσωτ
ών
αιτιατική
τον
επιχρυσωτ
ή
τους
επιχρυσωτ
ές
κλητική
επιχρυσωτ
ή
επιχρυσωτ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιχρυσωτής
<
επιχρυσώνω
+
-τής
<
ελληνιστική κοινή
ἐπιχρυσόω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επιχρυσωτής
αρσενικό
(
επάγγελμα
) αυτός που
επιχρυσώνει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιχρυσωτής
αγγλικά
:
gilder
(en)