Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιούσα οι επιούσες
      γενική της επιούσας των επιουσών
    αιτιατική την επιούσα τις επιούσες
     κλητική επιούσα επιούσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιούσα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου επιών

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιούσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία