επιλεξιμότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιλεξιμότητα < επιλέξιμος + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιλεξιμότητα θηλυκό
- (σπάνιο) η ιδιότητα του επιλέξιμου, το να είναι κάποιος επιλέξιμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιλεξιμότητα
|