επιδερμικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδερμικότητα < επιδερμικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιδερμικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του επιδερμικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιδερμικότητα
|
επιδερμικότητα θηλυκό
|