Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιδεικτισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
επιδεικτισμ
ός
οι
επιδεικτισμ
οί
γενική
του
επιδεικτισμ
ού
των
επιδεικτισμ
ών
αιτιατική
τον
επιδεικτισμ
ό
τους
επιδεικτισμ
ούς
κλητική
επιδεικτισμ
έ
επιδεικτισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιδεικτισμός
<
επιδεικτικός
+
-ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επιδεικτισμός
αρσενικό
(
λόγιο
) η
επιδειξιομανία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιδεικτισμός
→
δείτε
τη λέξη
επιδειξιομανία