επειγοντολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επειγοντολογία < επειγοντ(ος) + -ο- + -λογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επειγοντολογία ουδέτερο
- η επιστήμη / μελέτη της Επείγουσας Ιατρικής, της νοσηλείας στα ιατρεία επειγόντων περιστατικών
Μεταφράσεις επεξεργασία
επειγοντολογία
|