επανεκβιομηχάνιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επανεκβιομηχάνιση | οι | επανεκβιομηχανίσεις |
γενική | της | επανεκβιομηχάνισης* | των | επανεκβιομηχανίσεων |
αιτιατική | την | επανεκβιομηχάνιση | τις | επανεκβιομηχανίσεις |
κλητική | επανεκβιομηχάνιση | επανεκβιομηχανίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανεκβιομηχανίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επανεκβιομηχάνιση < επαν- + εκβιομηχάνιση
Ουσιαστικό επεξεργασία
επανεκβιομηχάνιση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
επανεκβιομηχάνιση
|