Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επαναστατισμός οι επαναστατισμοί
      γενική του επαναστατισμού των επαναστατισμών
    αιτιατική τον επαναστατισμό τους επαναστατισμούς
     κλητική επαναστατισμέ επαναστατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαναστατισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επαναστατισμός αρσενικό

  • (πολιτική) χαρακτηρισμός του πολιτικού κλίματος που επικρατεί σε μια ομάδα ανθρώπων που σκέφτονται να αλλάξουν την υπάρχουσα κατάσταση με ριζικές μετατροπές

  Μεταφράσεις επεξεργασία