Δείτε επίσης: επανάκτηση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανανάκτηση οι επανανακτήσεις
      γενική της επανανάκτησης* των επανανακτήσεων
    αιτιατική την επανανάκτηση τις επανανακτήσεις
     κλητική επανανάκτηση επανανακτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανανακτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανανάκτηση < επί + ανά + ανάκτηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επανανάκτηση θηλυκό

  • η επανάκτηση
    Η Κίνα δεν είναι ο μόνος κακός στους «πολέμους συναλλάγματος», ακόμα και αν το Κογκρέσο των ΗΠΑ την παρουσιάζει έτσι, αλλά υπέχει ορισμένη ευθύνη τώρα, βοηθώντας την επανανάκτηση της ισορροπίας της παγκόσμιας οικονομίας. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία