επαναιμάτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαναιμάτωση | οι | επαναιματώσεις |
γενική | της | επαναιμάτωσης* | των | επαναιματώσεων |
αιτιατική | την | επαναιμάτωση | τις | επαναιματώσεις |
κλητική | επαναιμάτωση | επαναιματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαναιματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεπαναιμάτωση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία επαναιμάτωση