εορταγορά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.oɾ.ta.ɣoˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ορ‐τα‐γο‐ρά
Ουσιαστικό επεξεργασία
εορταγορά θηλυκό
- (νεολογισμός) αγορά που διοργανώνεται κατά τη διάρκεια ή με αφορμή μία εορτή
- ↪ χριστουγεννιάτικη εορταγορά
Μεταφράσεις επεξεργασία
εορταγορά
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr