Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξπρεσιονιστής οι εξπρεσιονιστές
      γενική του εξπρεσιονιστή των εξπρεσιονιστών
    αιτιατική τον εξπρεσιονιστή τους εξπρεσιονιστές
     κλητική εξπρεσιονιστή εξπρεσιονιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξπρεσιονιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική expressionniste[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξπρεσιονιστής αρσενικό και εξπρεσιονίστρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία